- ενθουσιάζομαι
- ενθουσιάζομαι, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκφλέγω — (AM ἐκφλέγω) 1. ανάβω, πυρπολώ, αναφλέγω, κατακαίω 2. θερμαίνω υπερβολικά 3. (παθ. μτφ. με μέσ. σημ.) ἐκφλέγομαι τίθεμαι σε ζωηρή κίνηση, ενθουσιάζομαι … Dictionary of Greek
ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
επενθουσιώ — ἐπενθουσιῶ, άω (Α) ενθουσιάζομαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθουσιώ (παράλληλος τ. τού ενθουσιάζω*)] … Dictionary of Greek
μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… … Dictionary of Greek
υπεξαίρω — Α 1. ανυψώνω λίγο ή κρυφά 2. παθ. ὑπεξαίρομαι ενθουσιάζομαι, συναρπάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαίρω «σηκώνω πάνω, ανυψώνω»] … Dictionary of Greek
ενθουσιάζω — ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη. 2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ ενθουσιάζει. 3. το μέσ., ενθουσιάζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)